Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΜΥΡΤΩ ΓΙΑΡΕΝΗ
                  παραμύθι

Οι κόρες της Σελήνης
Αυτή είναι η ιστορία των παιδιών της Σελήνης . Ξεκινάει κάπου μακριά. Στα συντρίμμια ενός σπιτιού στην άκρη της πρώτης πόλης που συναντάς φτάνοντας στην πεδιάδα του φεγγαριού. Κλάματα μωρού ακούγονται, όμως, κανένας δεν πλησιάζει να το αγκαλιάσει, να του ψιθυρίσει κάτι, για να το καθησυχάσει. H μικρή αυτή πόλη κάποτε έσφυζε από ζωή. Φωνές ανθρώπων και ήχοι της φύσης αντηχούσαν παντού, αλλά τώρα ήταν όλα σιωπηλά. Ο δύσκολος χειμώνας, που πέρασε, είχε αφήσει τα αποτυπώματά του σε όλη τη πόλη και είχε σταματήσει πριν τρεις μήνες. Ακριβώς στη μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου. Οι γηραιότεροι είχαν τρομοκρατηθεί:
«Την τελευταία φορά που συνέβη αυτό…» έλεγαν, «…δηλαδή να αρχίσει η κακοκαιρία τη μεγαλύτερη νύχτα και να τελειώσει τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, η πόλη μας -τότε, θυμάμαι, κυβερνούσε ο ένδοξος βασιλιάς Εδμόνδος- πολέμησε γενναία εναντίον της πόλης στην άλλη πλευρά της κοιλάδας, όπου βασίλευε αυτό το φίδι ο Ερρίκος, αλλά, δυστυχώς, το αποτέλεσμα ήταν η πεδιάδα να καταστραφεί ολοσχερώς και να πεθάνουν όλοι, σχεδόν, οι κάτοικοί της. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε…» αφηγούνταν στα μικρά παιδιά που κρέμονταν από τα χείλη τους, «…αλλά οι κάτοικοι αυτής της πόλης, καταραμένη να ’ναι, παρέμειναν ύπουλοι και κακοί. Ποτέ, παιδιά μου, μην εμπιστεύεστε κάποιον από αυτούς!»
Όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν μεγαλώσει με αυτές τις ιστορίες, και μετά την υπενθύμιση των ηλικιωμένων, αποφάσισαν να φύγουν από τα σπίτια τους για να αποφύγουν ό,τι μπορούσε να κρύβεται πίσω από τις απότομες αλλαγές του καιρού.
Η πόλη είχε εκκενωθεί. Κανείς δεν είχε μείνει εκεί. Ακόμα και τα ζώα του διπλανού δάσους φαίνονταν να το έχουν εγκαταλείψει Μόνο αυτό το μωρό με το αφύσικα λευκό δέρμα, τα λίγα ίσια κατάμαυρα μαλλιά και το ερευνητικό βλέμμα στα σκούρα του μάτια είχε μείνει, να περιμένει κλαίγοντας κάποιον να του δείξει λίγη στοργή.
Καλπασμοί ακούστηκαν από μακριά. Το μωρό σταμάτησε να κλαίει απορημένο. Ένα καστανοκόκκινο άλογο μπήκε στο οπτικό του πεδίο. Ο αναβάτης του φόραγε μία μακριά πράσινη κάπα με κουκούλα, που έκανε αντίθεση με το σκούρο του δέρμα κρύβοντας το πρόσωπό του και κράταγε κάτι μικρό στα χέρια του τυλιγμένο σε μια πορτοκαλί κουβέρτα. Μόλις είδε το παιδί σταμάτησε. Ξεπέζεψε από το άλογό και το πλησίασε κατεβάζοντας τη κουκούλα του.
«Γειά σου μικρή» της είπε γλυκά, κοιτώντας την με τα καλοσυνάτα μεγάλα του μάτια. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριανταπέντε χρόνων, αλλά φαινόταν μεγαλύτερος εξαιτίας της κούρασης και της στεναχώριας, που είχε περάσει. «Κρυώνεις;» τη ρώτησε.
“Όχι! Είμαι καλά!” ήθελε να απαντήσει, αλλά δεν είχε μάθει ακόμα να μιλάει στους έξι της μήνες και κράτησε αυτήν τη σκέψη για τον εαυτό της.
Ο μυστηριώδης ξένος της χαμογέλασε, αλλά δεν κατάλαβε τι ήθελε να του πει. Άφησε απαλά αυτό που κρατούσε στη σέλα του αλόγου και έβγαλε μία γαλάζια κουβέρτα από το σακίδιό του.
«Έχεις όνομα; Τι λέω; Είσαι μόνο έξι μηνών! Πρέπει να σου βρούμε ένα. Αλλά ποιό;» Τη σήκωσε και την τύλιξε στη ζεστασιά της γαλάζιας κουβέρτας. «Το βρήκα! Ραβένα! Raven στα αγγλικά είναι το κοράκι και θα ταιριάζει στα μαύρα σου μαλλιά!» είπε, περισσότερο στον εαυτό του παρά στη Ραβένα.
«Ραβένα, αυτή είναι η Σκάρλετ. Το όνομά της σημαίνει κόκκινη και το πήρε και εκείνη από το χρώμα των μαλλιών της»
Το τελευταίο που είδε η Ραβένα ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι τριών μηνών με έναν θάμνο από κοκκινωπές μπούκλες στην κορυφή του κεφαλιού της να την κοιτάζει εξεταστικά με τα μελί της μάτια.
“Σκάρλετ…” ψιθύρισε από μέσα της και αφέθηκε σε έναν ήρεμο, χωρίς όνειρα, ύπνο.
Ο ξένος ξανάρχισε να καλπάζει, αυτή τη φορά με τα δύο παιδιά στα χέρια του να κοιμούνται γαλήνια και χωρίς να αντιλαμβάνεται δύο διαπεραστικά ασημένια μάτια που τον παρακολουθούσαν από την αρχή του ταξιδιού του, από  την άλλη πλευρά της κοιλάδας.
Μόλις τους έχασε από τα μάτια της ξεφύσηξε ανακουφισμένη.
“Μαζί του θα είναι και οι δυο τους καλά.” σκέφτηκε. “Αυτό θέλω μόνο. Να είναι καλά τα κοριτσάκια μου...”
Έφερε τη σφιχτή ασημόξανθη πλεξούδα της μπροστά και γύρισε προς το δάσος. Χάθηκε μέσα στα δέντρα με το ασημένιο της φόρεμα να θροΐζει στο απαλό αεράκι και ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο λεπτό χλωμό της πρόσωπο.
***
15 χρόνια αργότερα…
«Ραβένα…Ξύπνα!»
«Έλα τώρα Σκάρλετ… Άσε με να κοιμηθώ…»
 «Όχι! Δε σε αφήνω! Ξέρεις, τι μέρα είναι;» δεν περίμενε απάντηση: «Είναι η πρώτη ισημερία μετά τα δέκατα πέμπτα γενέθλιά μας!»
Ακούγοντας αυτή τη πρόταση η Ραβένα πετάχτηκε από το κρεβάτι τελείως ξύπνια.
«Γιατί δεν με ξύπναγες τόση ώρα;» ξέσπασε στην Σκάρλετ με το γνώριμο, πια, απότομο τρόπο της. 
«Προσπάθησα! Αλλά κάποια είναι πολύ τεμπέλα, για να σηκωθεί» απάντησε η Σκάρλετ ήρεμα και χαρούμενα, όπως πάντα.
  Της έκανε ένα μορφασμό και κατευθύνθηκε προς την ντουλάπα της. Την άνοιξε. Σε αντίθεση με την Σκάρλετ, που ήθελε τα πάντα να βρίσκονται σε ένα υποφερτό χάος, η Ραβένα ήθελε τα πάντα σε τάξη.
 Η ντουλάπα της ήταν σαν βιτρίνα μαγαζιού. Τα ρούχα της, τα περισσότερα στις σκούρες αποχρώσεις του μπλε, ήταν τακτοποιημένα ανά χρώμα, σιδερωμένα και τέλεια διπλωμένα, τα παπούτσια της ήταν όλα στα κουτιά τους, σχεδόν αφόρετα, εκτός από τις χαμηλές της μπότες, που, σαν γνήσιο παιδί του χειμώνα, δεν έβγαζε από πάνω της.
«Όχι...!» είπε η Σκάρλετ χαμογελαστά, βλέποντάς την να διαλέγει ένα μαύρο τζιν και μία εξίσου σκούρα μπλούζα.
«Ο Ντάριους ζήτησε να φορέσεις δικά μου ρούχα και εγώ θα φορέσω δικά σου.»
«Τι;» είπε ενοχλημένη καθώς σκεφτόταν τον εαυτό της με τα ανοιχτόχρωμα ρούχα της Σκάρλετ.
«Αυτό που άκουσες! Μη νομίζεις ότι κι εγώ διασκεδάζω να ντύνομαι σαν νυχτερίδα, αλλά ο Ντάριους ζήτησε να φορέσουμε η μία ένα φόρεμα της άλλης, δεν μπορώ να κάνω τίποτα.» απάντησε υπερβολικά ήρεμα σε σχέση με τον τόνο της ερώτησης.
Η Ραβένα την κοίταξε παρακλητικά, ελπίζοντας να αλλάξει γνώμη, αλλά η Σκάρλετ της έδειξε με ένα νεύμα τη διπλανή ντουλάπα και άρχισε να ψάχνει τα ρούχα.
  Όταν χτύπησε η πόρτα, η Ραβένα κοιταζόταν στον καθρέφτη. Ποτέ δεν ήταν απολύτως σίγουρη για τον εαυτό της, όμως, ακόμη και η ίδια αναγνώρισε, πως έδειχνε εκθαμβωτική μέσα στο μακρύ φόρεμα της Σκάρλετ που είχε το χρώμα του ηλιοβασιλέματος.
  Η Σκάρλετ πέρασε από μπροστά της με τα κόκκινα μαλλιά της να ανεμίζουν πίσω της σαν φλόγα στο σκούρο μπλε φόντο, που της πρόσφερε το μακρύ φόρεμα, το οποίο δανείστηκε από τη Ραβένα και άνοιξε την πόρτα του δωματίου.
  Ήταν ο Ντάριους. Τα σκούρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και στο πρόσωπό του ήταν ορατά τα σημάδια του χρόνου, αλλά το χαμόγελό του παρέμενε καλοσυνάτο και ζεστό.
«Είσαι πανέμορφη!»
«Ευχαριστώ…» δέχτηκε το κομπλιμέντο η Σκάρλετ βάζοντας μία βαθυκόκκινη μπούκλα πίσω από το αυτί της. Έκανε στο πλάι αφήνοντας τον Ντάριους να μπει στο δωμάτιο και να πλησιάσει τη Ραβένα. Στάθηκε πίσω της και έβαλε τα χέρια του στους ώμους της.
« Και εσύ δεν πας πίσω Ραβένα!..»
Η Ραβένα του χαμογέλασε στραβά. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη. Της φαινόταν σαν κάτι να της έκρυβε, αλλά αυτή η αίσθηση και το σκοτάδι στα μάτια του εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
«Θέλετε να μάθετε τι δώρο θα σας δώσω;»
«Όχι. Μας το λες από όταν ήμασταν μικρές και μας έχει φάει η αγωνία, αλλά δεν θέλουμε!» απάντησε ειρωνικά η Σκάρλετ.
Η Ραβένα γύρισε τα μάτια της προς τον ουρανό. Ήταν πάντα πιο ώριμη, και είπε στον Ντάριους:
«Ναι, θέλουμε. Γιατί μας είπες να μην φορέσουμε τα δικά μας ρούχα;»
«Θα δείτε!» Τους σκέπασε τα μάτια με δύο μαντήλια: Με ένα γαλάζιο, έκρυψε τα λαμπερά μάτια της Ραβένα και με ένα πορτοκαλί τα ζεστά μάτια της Σκάρλετ. Τις έσπρωξε απαλά παρακινώντας τες να ξεκινήσουν.
Για περίπου ένα τέταρτο το μόνο που άκουγαν, ήταν τα βήματα τους και οι προειδοποιήσεις του Ντάριους: « Τώρα προσοχή! Θα κατέβουμε μία σκάλα» και «μην ανησυχείτε, φτάνουμε» Και συνεχώς αγνοούσε τις ερωτήσεις των κοριτσιών: «Πού;», «Πότε;» και άλλες.
  Ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται φύλλα να θροΐζουν και πουλιά να κελαηδούν σαν να είχαν μεταφερθεί δια μαγείας σε ένα ξέφωτο, παρόλο που δεν είχαν βγει από το σπίτι.
  Ο Ντάριους τους είπε ψιθυριστά να ανοίξουν τα μάτια τους. Έβγαλαν τα μαντήλια ενθουσιασμένες. Η Σκάρλετ, πάντα ομιλητική, ήταν έτοιμη να πει κάτι, αλλά βλέποντας το τοπίο σταμάτησε. Ήταν όντως σε ένα ξέφωτο λουσμένο στο φως του φεγγαριού. Ένας μικρός καταρράκτης χυνόταν αθόρυβα πάνω στο χορτάρι, που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από χρυσό και ασήμι. Ένα πελώριο δέντρο με χοντρό κορμό, μία σκοτεινή κουφάλα και ένα παγκάκι σκαλισμένο πάνω του, βρισκόταν στην άκρη του οπτικού τους πεδίου.
  Ο Ντάριους προχώρησε προς το δέντρο και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.  Κάθισαν στο παγκάκι και ο άνθρωπος που τις μεγάλωσε έσπασε τη σιωπή.
«Ξέρετε εδώ και χρόνια, πως δεν είμαι ο πατέρας σας…»
«Ναι, όπως και το ότι δεν είμαστε αδελφές», είπε η Ραβένα
«Αλλά η οικογένεια δεν έχει να κάνει με το αίμα», πρόσθεσε η Σκάρλετ.
«Σωστά όλα αυτά, εκτός από ένα»
«Τι;» είπαν και οι δύο ταυτόχρονα. «Η αλήθεια είναι, πως είστε αδελφές.» είπε ο Ντάριους.
«Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Δεν μοιάζουμε καθόλου!»
«Δεν χρειάζεται να μοιάζετε. Βασικά, πρέπει να διαφέρετε! Συμβολίζετε κάτι διαφορετικό!»
«Συμβολίζουμε;» ρώτησε η Σκάρλετ, δύσπιστα, χωρίς να χάνει την υπομονή της.
«Και, γιατί μας άφησες να ζούμε νομίζοντας ότι δεν έχουμε συγγένεια; Ποια είναι η μητέρα μας και γιατί μας άφησε;» ξέσπασε η Ραβένα
«Δεν σας είπα τίποτα! Μόνες σας είχατε συμπεράνει ότι δεν είστε αδελφές!»
 Η Ραβένα έμεινε σιωπηλή. Αυτό ήταν αλήθεια. Μόνες τους είχαν σκεφτεί, πως, αφού ο Ντάριους δεν ήταν πατέρας τους και δεν έμοιαζαν καθόλου, δεν υπήρχε περίπτωση να είναι αδελφές. Δεν ήταν κάτι συγκλονιστικό, αν το καλοσκεφτόταν, αλλά ανέτρεπε όλη της τη ζωή, παρόλο που είχαν μεγαλώσει σαν να ήταν, όντως, αδελφές. Δεν της άρεσαν καθόλου οι αλλαγές.
Ο Ντάριους πήρε μία βαθιά ανάσα. «Μητέρα σας είναι η Σελήνη!»
«Ω Θεέ μου! Οι παππούδες μας είχαν απαίσιο γούστο στα ονόματα…» παρατήρησε η Σκάρλετ.
«Δεν είναι το όνομά της. Είναι …Η  Σελήνη! Το φεγγάρι!»
«Ναι, μπράβο, γιατί αυτό βγάζει νόημα…» είπε σαρκαστικά η Ραβένα
«Δεν χρειάζεται να βγάζει νόημα! Είναι η αλήθεια. Σε κάθε κατώτερο θεό, έχει ανατεθεί η φροντίδα ενός πλανήτη. Η μητέρα σας φροντίζει τη Γη. Δουλειά της είναι να προσέχει να μην καταστραφεί. Κάθε φορά που βλέπει πως οδεύει προς τα εκεί, παίρνει δραστικά μέτρα. Προβλέπει την ακριβή ημερομηνία της καταστροφής και, αφού εκείνη απαγορεύεται να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους, στέλνει δύο θνητούς αντιπροσώπους. Τα παιδιά της, που συμβολίζουν τη σκοτεινή και τη φωτεινή της πλευρά.»
«Και εσύ, πού τα ξέρεις όλα αυτά;»  ρώτησε επιφυλακτικά η Ραβένα.
«Ήμουν ιερέας στο ναό της Σελήνης. Από τους ελάχιστους. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να πιστεύουν σε αυτήν, όμως Εκείνη συνέχισε να υπάρχει.»  απάντησε ο Ντάριους με το βλέμμα να ταξιδεύει. «Μου είχε πει να σας βρω και να σας μεγαλώσω. Και στην πρώτη ισημερία…»
«...Που θα είμαστε και οι δύο δεκαπέντε χρόνων, να μας δώσεις το δώρο που μας άφησε», είπαν με μια φωνή.
«Από εδώ και πέρα την ξέρουμε την ιστορία», είπε η Ραβένα.
«Τι είναι αυτό το δώρο;» ρώτησε ενθουσιασμένη η Σκάρλετ
«Μισό λεπτό». O Ντάριους χαμογέλασε, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουφάλα του δέντρου. Έβγαλε από μέσα ένα ξύλινο μικρό μπαούλο βαμμένο μισό χρυσό και μισό σκούρο μπλε. Το άνοιξε και τα κορίτσια έμειναν έκπληκτα. Μέσα ήταν δύο κοσμήματα. Ένα μενταγιόν με ένα μισοφέγγαρο φτιαγμένο από σκούρο ζαφείρι και άλλο ένα που παρίστανε το άλλο μισό της σελήνης, που για να γίνει ολόγιομη χρειαζόταν τη μικρή φέτα του άλλου του μισού. Το δεύτερο μενταγιόν ήταν φτιαγμένο από ανοιχτόχρωμο ρουμπίνι.
Η Ραβένα συνήλθε πρώτη από την έκπληξη. Πήρε το γαλάζιο μενταγιόν και άρχισε να το περιεργάζεται. Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από τη λεία επιφάνεια του ζαφειριού και το γύρισε ανάποδα. Λέξεις ήταν χαραγμένες πάνω του, αλλά ήταν μισές, δεν μπορούσε να τις διαβάσει. Κοιτάχτηκαν με τη Σκάρλετ την ίδια ακριβώς στιγμή. Και εκείνη είχε δει πως το μενταγιόν, όπως κάθε τι σε αυτό το κόσμο, για να ολοκληρωθεί χρειαζόταν το άλλο του μισό. Έφεραν τις δύο μορφές του φεγγαριού πιο κοντά και διάβασαν:
“Το αίμα και η νύχτα όταν συναντηθούνε, οι δυο πλευρές του φεγγαριού πάλι σαν ενωθούνε,
  οι κόρες της Σελήνης όταν ξαναβρεθούν, oι δύο λαοί των πόλεων θα μάθουν να αγαπούν”
Έγραφαν κάτι ακόμα, όμως φαινόταν να έχει σβηστεί. Δεν ασχολήθηκαν άλλο.
«Ευχαριστούμε Ντάριους! Είναι υπέροχα!» είπε, πάντα ευγενική, η Σκάρλετ.
«Όχι εμένα…» είπε με ένα πικρό χαμόγελο ο Ντάριους. Έδειξε προς τα πάνω «Τη μητέρα σας…»
«Και τώρα, τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε, για να σώσουμε τη Γη;», ρώτησε η Ραβένα
«Να είστε ο εαυτός σας...»
  Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν στο ξέφωτο. Κάτω από το παχύ φύλλωμα του δέντρου, με τη μητέρα τους να τις παρακολουθεί από ψηλά. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ο Ντάριους σηκώθηκε. Τίναξε από τα ρούχα του το ασημένιο χορτάρι και πλησίασε τα κορίτσια που κοιμόντουσαν λίγο πιο πέρα. Με δάκρυα στα μάτια, τις φίλησε διαδοχικά στο μέτωπο.
« Αντίο…», ψιθύρισε. Δεν άντεχε να κοιτάζει άλλο. Γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται, αφήνοντας ένα ποτάμι να κυλίσει από τα μάτια του.
  Η μέρα δεν άργησε να έρθει. Το σιωπηλό ξέφωτο γέμισε φως, το χορτάρι απέκτησε το συνηθισμένο πράσινο χρώμα του και ο καταρράκτης έχασε τη μαγεία, που είχε κάτω από το σεληνόφως.
  Η Σκάρλετ ξύπνησε πρώτη,
«Ραβένα…», είπε σιγά «Πού είναι ο Ντάριους;»
  Μετά από πολλή ώρα ψαξίματος τα παράτησαν. Έπρεπε να παραδεχθούν, πως ο Ντάριους είχε φύγει. Η Σκάρλετ κάθισε κάτω και ξέσπασε σε λυγμούς. Η αδελφή της την κοίταξε. Συνήθως, ήξερε, ακριβώς, τι να πει, για να την κάνει να νιώσει καλύτερα, αλλά σήμερα οι λέξεις της την είχαν εγκαταλείψει. Ένιωθε κενή, πως δεν ήταν ικανή να νιώσει τίποτα. Κάθισε δίπλα στη Σκάρλετ και ακούμπησε το πρόσωπό της στα χέρια της. Τα μαλλιά της έπεσαν μπροστά κάνοντας το δέρμα της να μοιάζει ακόμη πιο λευκό. Δεν είχε συνηθίσει να είναι απόλυτα ήρεμη. Πάντα την κατέκλυζαν δυνατά συναισθήματα και αυτά διαμόρφωναν την έντονη προσωπικότητά της. Από την άλλη, η Σκάρλετ ήταν ήρεμη και προσαρμοζόταν αμέσως, σαν το νερό, αλλά τώρα η λύπη για την απουσία του Ντάριους και ο θυμός που τις άφησε, ξεχύθηκαν από μέσα της σαν χείμαρρος.
Φύλλα ακούστηκαν να τρίζουν κάτω από βαριά βήματα. Ένας άνδρας έκανε την εμφάνισή του πίσω από τα πυκνά δέντρα την ώρα που η Σκάρλετ κατάπινε τα δάκρυά της.
Είχε ένα γέρικο πρόσωπο και μία λευκή γενειάδα, που πριν χρόνια ήταν μαύρη. Φορούσε τον ίδιο ασημένιο μανδύα που είχε πάντα ο Ντάριους πάνω από τα ρούχα του και μόλις τις είδε άνοιξε διάπλατα τα ξεβαμμένα γαλάζια του μάτια.
«Ε-εσείς…;», είπε τραυλίζοντας.
Και τα δύο κορίτσια τον κοίταξαν παραξενεμένα. Ο γέρος υποκλίθηκε άγαρμπα και έβγαλε από το μακρύ του μανδύα ένα σκοινί πλεγμένο με ασημένια μεταξωτά κορδόνια. Πολύ γρήγορα για την ηλικία του, τις έδεσε, πριν προλάβουν να αντιδράσουν. Άρχισε να μαζεύει ξύλα και ξερά κλαδιά. Οι κόρες της Σελήνης κοιτάχτηκαν ανήσυχες. Είχαν ένα κακό προαίσθημα, αλλά δεν καταλάβαιναν γιατί.
Πριν περάσει πολλή ώρα, ένα ξύλινο βάθρο είχε στηθεί έχοντας στο κέντρο ένα λεπτό κορμό. Με ανεξήγητα μεγάλη δύναμη ο άνδρας τις τράβηξε και με ένα άλλο ίδιο σκοινί τις έδεσε στον κορμό. Έκλεισαν τα μάτια τους. Δε φώναξαν, δεν έκλαψαν. Έμειναν εκεί, γενναίες, να περιμένουν το τέλος. Η φωτιά άναψε.
Ένιωσαν την θέρμη να ανεβαίνει, τις φλόγες να τις τυλίγουν. Ο γέρος άρχισε να τραγουδάει με απαλή μελωδική φωνή. Όλοι οι στίχοι τους ήταν γνωστοί, ήταν αυτοί που είχαν γραφεί στο πίσω μέρος των δώρων τους, εκτός από τους δύο τελευταίους:
                                          “Μα, δυστυχώς, αυτό εύκολο δεν είναι να το βρούνε,
                                                Το φως και το σκοτάδι αν δεν θυσιαστούνε.”
Τότε κατάλαβαν... Η Σκάρλετ άγγιξε τα δάχτυλα της Ραβένα, όσο της επέτρεπε το σκοινί που την κρατούσε στον αυτοσχέδιο βωμό. Ήταν έτοιμες να αφήσουν αυτή τη ζωή, αν και η μητέρα τους είχε άλλα σχέδια.
Με αυτόν τον τελευταίο στίχο, τα μενταγιόν τους άρχισαν να λάμπουν. Η φωτιά έβγαζε ασημένιες σπίθες και καθώς οι καπνοί πήγαιναν να συναντήσουν τα αστέρια, έπαιρναν μαζί τους τις δύο πλευρές του φεγγαριού. Έβλεπαν το σώμα τους να χάνει την υλική του υπόσταση, να γίνεται λαμπερή ασημόσκονη και τότε ένιωσαν μια απέραντη γαλήνη να τις καταβάλλει. Ο άνδρας σταμάτησε να τραγουδάει, αλλά ο απόηχος της μελωδίας του απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα αγκαλιάζοντας ολόκληρη την πεδιάδα.
Μόλις ξεθώριασε και η τελευταία νότα, το μόνο που είχε μείνει ήταν ασημένιες στάχτες. Ο γέρος, χαρούμενος που είχε εκτελέσει τη διαταγή της Σελήνης έφυγε χωρίς να τις κοιτάξει. Αν πρόσεχε καλύτερα, θα έβρισκε τα πολύτιμα δώρα της Σελήνης, μισοκρυμμένα, με την προφητεία να έχει αλλάξει λίγο:
“Το αίμα και η νύχτα έχουν συναντηθεί
Οι δυο πλευρές του φεγγαριού έχουν πια ενωθεί
Οι κόρες της Σελήνης είναι πάλι μαζί
Οι δυο λαοί των πόλεων έχουν αγαπηθεί
Δεν θα αργήσει να ‘ρθει νέα καταστροφή
     Αλλά μέχρι τότε, είθε η ελπίδα να υπάρχε

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

                                               ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ

Τα «ματωμένα χώματα» είναι ένα μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου. Έχει ως κεντρικό θέμα τη ζωή στη Μικρά Ασία πριν την "καταστροφή" και κατά την έναρξή της. Παρακολουθούμε τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του κεντρικού ήρωα, του Μανωλιού. Ξεκινά με τα δύσκολα αλλά ευτυχισμένα παιδικά και νεανικά χρόνια του πρωταγωνιστή, που διακόπτονται απότομα, όταν ξεσπά ο πόλεμος. Βιώνει τη σκληρότητα, τη βιαιότητα και το θάνατο στα στρατόπεδα «αμελέ ταμπουρού». Μέσα όμως από αυτές τις δυσάρεστες εμπειρίες ανακαλύπτει το πραγματικό νόημα της φιλίας, της αγάπης και της εμπιστοσύνης για να καταλήξει στο δράμα της προσφυγιάς κάτι ιδιαίτερα επίκαιρο, δεδομένης της κατάστασης που βιώνουμε. Είναι ένα συγκινητικό, δραματικό βιβλίο με  ρεαλισμό και ιστορική αξία που θα το προτείναμε σε κάποιον που απολαμβάνει τα δραματικά μυθιστορήματα.Εγγυόμαστε πως θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον σας μέχρι την τελευταία σελίδα.-

 (για τη λέσχη αναγνωστών, Αριτζόγλου Μαρία, Γιαρένη Μυρτώ, Κλινάκη  Δήμητρα Μαργαρίτη Μαρία)