Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

 η Άννα Πεντότη, μαθήτρια της Γ΄ γυμνασίου και ενεργό μέλος της λέσχης αναγνωστών της βιβλιοθήκης μας, παρουσιάζει το πρώτο της διήγημα!!!
Με χαρά κολοσωρίζουμε το έργο της στο blogs 
Μπράβο Άννα



         Τα Τριαντάφυλλα Πεθαίνουνε Χειμώνα


Ήταν ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη. Τυπικά, ο χειμώνας είχε μπεί εδώ και πολλές μέρες. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ο καιρός αποφάσιζε αν θα ήταν άνοιξη ή χειμώνας, φθινόπωρο ή καλοκαίρι, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο ημερολόγιο. Και σήμερα, είχε αποφασίσει πως θα ήταν βαρύς χειμώνας. ‘Ετσι, πριν προλάβει να φανεί ο ήλιος και να φωτίσει τον θόλο του ουρανού με το χρυσαφένιο φώς του, ξέσπασε  μια καταρρακτώδης καταιγίδα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα σκούρο μπλε χρώμα του οποίου η συνοχή διακόπτονταν από τα σταχτιά γκρίζα σύννεφα και τους ξαφνικούς κεραυνούς.
Τη σιωπή μέσα στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα έσπασε ο διαπεραστικός ήχος ενός ξυπνητηριού. Ο Ανδρέας, με μια κίνηση χεριού του, το έκλεισε. Σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε στο σαλόνι. Κάθισε στον μικρό, γκρίζο καναπέ και περίμενε υπομονετικά την αδελφή του, Ναντίν. Η Ναντίν δεν ήταν βιολογική του αδελφή. Εκείνος ήταν από τη Νιγηρία και η οικογένεια της Ναντίν τον υιοθέτησε ένα χρόνο μετά την γέννηση της, όταν ήταν κι εκείνος ενός έτους. Ο Ανδρέας ήταν πολύ όμορφος. Ψηλός, με καστανά μάτια και κατάμαυρα, σγουρά μαλλιά. Η Ναντίν τον αγαπούσε πολύ. Ποτέ δεν την ένοιαξε που δεν ήταν πραγματικός αδελφός της. Ούτε την ένοιαξε ποτέ η καταγωγή του. Δυστυχώς, αυτό ίσχυε μόνο όσον αφορούσε την Ναντίν.
Ο Ανδρέας είχε από καιρό καταλάβει ότι οι άνθρωποι είχαν την κακή συνήθεια να βάζουν πολλά πράγματα στο ίδιο τσουβάλι. Για παράδειγμα, όταν κάποιος έπασχε από κάτι που το όνομα του περιείχε τις λέξεις <<έλλειψη>>, <<σύνδρομο>>, ή <<νοητική>>, πολλοί άνθρωποι το θεωρούσαν σωστό να τον αποκαλούν καθυστερημένο και να γελούν. Και δυστυχώς, τα πράγματα για εκείνον ήταν πολύ χειρότερα. Ο Κωνσταντίνος, ο Ιάσονας και ο Βασίλης τον εκφόβιζαν επειδή το δέρμα του είχε λίγη παραπάνω μελανίνη απ’ το δικό τους. Λες και μπορούσε να ελέγξει την γενετική. Και ενώ συλλογιζόταν όλα αυτά, στο σαλόνι μπήκε η Ναντίν. Η Ναντίν ήταν ψηλή, με μαύρα, μακριά, ατημέλητα μαλλιά και πράσινα φωτεινά μάτια. Ο Ανδρέας σηκώθηκε,  άνοιξε την πόρτα και βγήκαν έξω. Η καταιγίδα είχε κοπάσει, και είχε αφήσει μικρές λιμνούλες στον δρόμο, ένδειξη ότι πριν λίγο ήταν εκεί. Άρχισαν να κατηφορίζουν το παλαιό δρομάκι. Στο τέλος του υπήρχε ένα μεγαλοπρεπές κτήριο. Οι τοίχοι του είχαν μια απαλή απόχρωση του μπεζ και το περιτριγύριζαν σκουριασμένα κάγκελα που έδιναν την εντύπωση πως κάποτε ήταν γαλάζια και όμορφα, αλλά τώρα ήταν σε μια περίοδο παρακμής. Τα δύο παιδιά προχωρούσαν με γρήγηρο βήμα, Ξαφνικά, μπροστά τους εμφανίστηκαν τρεις συμφοιτητές τους. Στη μέση στεκόταν ο Κωνσταντίνος.  Ψηλός, με κοντά κόκκινα μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια. Δεν έμοιαζε με άνθρωπο που θα έβλαπτε ποτέ κάποιον. Περισσότερο έμοιαζε με έναν πληγωμένο άνθρωπο, παγιδευμένο στην ανάγκη του για διαφυγή από την μοναξιά, που μέσα του όμως ούρλιαζε. Στα αριστερά του στεκόταν ο Ιάσονας. Ήταν λίγο πιο κοντός από τον Κωνσταντίνο και είχε ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια. Στα δεξιά του Κωνσταντίνου στεκόταν ο Βασίλης. Ο Βασίλης ήταν μικροκαμωμένος με μαύρα κοντά μαλλιά και μικρά καστανά μάτια. Και οι τρεις, όπως και ο Ανδρέας και η Ναντίν ήταν στο δεύτερο έτος της φιλοσοφικής. Οι τρεις φίλοι στέκονταν μπροστά στα δύο αδέλφια, κλείνοντας τους το δρόμο.
-Μπορώ να περάσω; Ρώτησε ο Ανδρέας με τρεμάμενη φωνή.
-Να κάνεις τον κύκλο. Είπε ο Ιάσονας.
Εκείνη τη στιγμή, η Ναντίν άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση ώσπου έστριψε στη γωνία και χάθηκε. Ο Ανδρέας γύρισε για να φύγει όταν ο Βασίλης έκανε κάτι εντελώς ανάρμοστο: τον έσπρωξε. Εκείνος παραπάτησε λίγο και μετά έπεσε. Ο Κωνσταντίνος, ο Ιάσονας και ο Βασίλης άρχισαν να τρέχουν προς το πανεπιστήμιο και η Ναντίν προς το μέρος του Ανδρέα. Εκείνος σηκώθηκε και έφτιαξε τα ρούχα του. Το καφέ παλτό του είχε βραχεί από μια λιμνούλα του πεζοδρομίου ενώ το μαύρο παντελόνι του είχε γεμίσει σκόνη και οι παλάμες του αμυχές. Η Ναντίν κοιτούσε άφωνη. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Κυριολεκτικά δεν μπορούσε να μιλήσει.
-Είσαι εντάξει; του είπε στη Νοηματική.
-Το έχω συνηθίσει. Είπε εκείνος.
Στο βλέμμα του η Ναντίν μπορούσε να διακρίνει την απελπισία. Και χωρίς να ακουστεί ούτε μια ακόμα λέξη, ο Ανδρέας και η Ναντίν ξαναπροχωρούν προς το μεγαλοπρεπές κτίριο με τα θαλασσιά κάγκελα. Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε την πύλη. Ετρεξε γρήγορα στην τάξη του και κάθισε στη μόνη κενή θέση που υπήρχε, δίπλα στη Βαρβάρα.
 Ο Ανδρέας αγαπούσε την φιλοσοφική. Θυμόταν ακόμα όσα είχε κάνει για να καταφέρει να περάσει. Τις χιλιάδες λευκές και κιτρινισμένες σελίδες που είχε μελετήσει με απόλυτη προσήλωση. Τον κρύο ιδρώτα που τον είχε λούσει πριν μπει στην αίθουσα που θα εξεταζόταν. Την αγωνία που τον είχε κυριεύσει, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και την χαρά που ένιωσε, όταν έμαθε πως πέρασε. Θυμόταν τα πάντα με λεπτομέρειες. Πέρασαν όλες στιγμιαία από το μυαλό του και μετά επανήλθε στην πραγματικότητα. Σε λίγα λεπτά, το μόνο που ακουγόταν ήταν η απαλή φωνή της κυρίας Πέτρου ενώ διάβαζε το κείμενο. Ο Ανδρέας δεν κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα. Είχε χαθεί μέσα στην ιστορία. Έβλεπε τους χαρακτήρες να ζωντανεύουν μπροστά του. Φανταζόταν ευγενείς ιππότες, πριγκίπισσες και θαρραλέους βασιλιάδες. Αριστοκράτες και αριστοκράτισσες της Βικτωριανής Εποχής. Με μια σκέψη, όλα έπαιρναν σάρκα και οστά μπρος στα μάτια του. Και μετά, ήχησε το κουδούνι.
 Η υπόλοιπη μέρα κύλησε γρήγορα. Ο Ανδρέας πήγε σπίτι του και άρχισε τη μελέτη. Οι ώρες κυλούσαν τόσο γρήγορα! Και όταν έδυσε ο ήλιος, ο Ανδρέας τελείωσε. Έκλεισε τα βιβλία του, σηκώθηκε από το γραφείο και έκλεισε το φως. Είχε αρχίσει να βρέχει. Εκείνος κάθισε στο κρεβάτι του και παρακολουθούσε με προσήλωση τις σταγόνες της βροχής καθώς χτυπούσαν απαλά το παράθυρό του. Και, όταν νύσταξε, ξάπλωσε και παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Τέσσερις δρόμους μακριά, ο Κωνσταντίνος ένιωθε την γλυκύτητα του ύπνου να τον περιτριγυρίζει και χωρίς δεύτερη σκέψη αφέθηκε ολοκληρωτικά.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησε, χασμουρήθηκε και κοίταξε το αριστερό του χέρι. Μετά το δεξί. Το δέρμα του είχε μια απαλή απόχρωση του καφέ. Και το παράδοξο ήταν πως αυτό δεν τον παραξένευε καθόλου. Φόρεσε γρήγορα τα γυαλιά του και κοίταξε το ρολόι του. Θα αργούσε στο πρώτο μάθημα! Ντύθηκε γρήγορα, πήρε το σακίδιο του και βγήκε έξω. Άρχισε να τρέχει προς το Πανεπιστήμιο.
-Θα αποφύγω σήμερα τον Βασίλη και τον Ιάσονα. Αύριο είναι Σάββατο. Αν δεν είμαι έξω, δεν μπορούν και να μου κάνουν κάτι, σκέφτηκε.
Μπήκε γρήγορα μέσα στο κτίριο και προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος, όμως ήταν αργά. Ο Αννίβας βρισκόταν προ των πυλών. Λίγα μέτρα μπροστά του στέκονταν ο Ιάσονας, ο Βασίλης και ο Ανδρέας. Ο Ανδρέας ήταν Καυκάσιος, και ούτε αυτό τον εξέπληττε καθόλου. Το κουδούνι χτύπησε και ο Κωνσταντίνος έτρεξε γρήγορα στο αμφιθέατρο. Η μέρα κυλούσε αργά, λες και ο χρόνος έπαιζε μαζί του, λες και ήθελε να τον βασανίσει. Χτύπησε το κουδούνι για μια τελευταία φορά και όλοι οι φοιτητές έτρεξαν έξω. Βγήκε κι εκείνος και πήρε το δρόμο προς το σπίτι του. Όταν έφτασε μπροστά στη μεγάλη λεωφόρο, είδε εκεί τον Ιάσονα και τον Βασίλη. Έκανε το πρώτο βήμα για να την διασχίσει όταν ξαφνικά εκείνοι οι δύο τον έσπρωξαν. Παραπάτησε λίγο προτού πέσει κάτω. Πριν προλάβει να σηκωθεί, είδε ένα μαύρο αυτοκίνητο να τρέχει καταπάνω του. Μπιπ! Μπιπ! Απέτυχε να σταματήσει εγκαίρως. Μπιπ! Μπιπ!
Ο Κωνσταντίνος ξύπνησε στις επτά το πρωί από τον ήχο του ξυπνητηριού, λαχανιασμένος και λουσμένος στον κρύο ιδρώτα.
 -Είμαι ζωντανός! Φώναξε χαρούμενα.
-Αν συνεχίσεις να φωνάζεις αξημέρωτα, δεν θα’ σαι για πολύ! Φώναξε ο κύριος Παναγιώτης, ο γείτονας του.
-Συγγνώμη κύριε Παναγιώτη! Είπε εκείνος.
          Ντύθηκε, πήρε την τσάντα του και ήταν έτοιμος να φύγει όταν χτύπησε το κινητό του. Το σήκωσε και είδε πως ήταν ο Ιάσονας.
-Καλημέρα, του είπε.
-Καλημέρα. Είπε ο Ιάσονας.
-Τι έγινε; Τον ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Φάρσα έγινε! Και μάλιστα, η επικότερη που έγινε ποτέ! Με τον Βασίλη έχουμε πάρει τα απαραίτητα. Συνάντησε μας μετά το σχόλασμα στη λεωφόρο. Θα βάλουμε επιτέλους τον Ανδρέα στη θέση του! Είπε εκείνος και ο Κωνσταντίνος σχεδόν φοβήθηκε.
          Όλη τη μέρα καθόταν ήσυχος στην τάξη. Συνεχώς σκεφτόταν την πρωινή του συζήτηση με τον Ιάσονα. Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα, φέρνοντας όλο και πιο κοντά την στιγμή που θα συναντούσε τους φίλους του. Και σύντομα, ίσως πιο σύντομα απ’ ότι θα ήθελε, εκείνη η στιγμή ήρθε. Σαν υπνωτισμένος ο Κωνσταντίνος άρχισε να κατευθύνεται προς τη λεωφόρο. Έφτασε και εκεί είδε τους φίλους του να κρατούν κουβάδες με λευκή μπογιά. Κατάλαβε αμέσως ποιά ήταν η φάρσα για την οποία του μίλησε ο Ιάσονας εκείνο το πρωί. Κρύφτηκε πίσω απ’ τη γωνία και παρακολουθούσε. Μετά από λίγο, είδε τον Ανδρέα να έρχεται από την άλλη πλευρά του δρόμου και τους φίλους του να ετοιμάζονται. Όταν ο Ανδρέας ήταν πλέον κοντά τους, κάτι παράξενο τον κυρίευσε. Έτρεξε γρήγορα και μπήκε μπροστά στον Ανδρέα. Επέκτεινε τα χέρια του τεντώνοντας τα σε όλο τους το μήκος και σηκώνοντας τα στο ύψος των ώμων του.
-Δεν θα τον πειράξετε! Φώναξε ο Κωνσταντίνος με αποφασιστικότητα.
          Ο Ανδρέας είχε σαστίσει. Ο Κωνσταντίνος που τον κορόιδευε και τον μείωνε τώρα τον υπερασπιζόταν!
-Σύνελθε ρε! Είπε ειρωνικά ο Βασίλης.
-Συνήλθα, και μάλιστα οριστικά! Θυμήθηκα το πόσο με πλήγωνε, όταν στο Λύκειο με φώναζαν καρότο επειδή έχω κόκκινα μαλλιά. Και κατάλαβα πως έκανα κι εγώ το ίδιο στον Ανδρέα. Είπε εκείνος.
-Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία. Είπε ο Ιάσονας.
-Αλλιώς τι; Ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Αλλιώς, επειδή παρτίδες με προδότες δεν γουστάρω, θα χωρίσουμε τα τσανάκια μας με άσχημο τρόπο. Είπε απειλητικά ο Ιάσονας.
-Τι θα κάνεις; Ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Ας πούμε απλά πως αντί για καρότο πλέον θα σε λένε χιονάνθρωπο. Είπε εκείνος με νόημα.
-Υπονοείς κάτι; Ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Δεν υπονοώ τίποτα. Το λέω ευθέως! είπε ο Ιάσονας και εκείνος και ο Βασίλης πήραν τους κουβάδες με την μπογιά και τους άδειασαν πάνω στον Κωνσταντίνο.
          Εκείνος ένιωθε την μπογιά να τον λούζει. Να βάφει τα ρούχα του και να γλείφει το δέρμα του. Είχε μια κρύα αίσθηση. Ένιωσε λύτρωση, σαν να είχε περάσει θεία δίκη και τώρα πλήρωνε για όσα είχε κάνει. Και απελευθέρωση, γιατί ξέφυγε από τον φαύλο κύκλο στον οποίο είχε παγιδευτεί. Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Κανονικά, θα ένιωθε θυμό, αλλά, αντ’ αυτού ένιωθε ανακούφιση, πως μπορούσε να ανασάνει ξανά. Άνοιξε τα μάτια το αλλά. δεν μπορούσε να δει τίποτα καθώς η μπογιά είχε βάψει τους φακούς των γυαλιών του. Ο Ανδρέας, έντρομος έβγαλε το τηλέφωνό του από την τσέπη του και κάλεσε την Αστυνομία. Ο Βασίλης, με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του πήρε τα γυαλιά του Κωνσταντίνου και τα πέταξε κάτω. Ξαφνικά, μια σειρήνα περιπολικού ήχησε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε και από μέσα βγήκε ένας αστυνομικός.
-Ιάσονας Δελλής και Βασίλης Παναγιωτόπουλος, συλλαμβάνεστε. Ελάτε μαζί μου στο Τμήμα. Είπε εκείνος.
-Δεν σε πιστεύω ρε! Τι πήγες κι έκανες! Φώναξε ο Ιάσονας στον Κωνσταντίνο.
-Δεν ειδοποίησε εκείνος τις Αρχές αλλά εγώ. Είπε δειλά ο Ανδρέας.
-Και πως μας βρήκατε; Ρώτησε ο Βασίλης.
-Πρώτον, λάβαμε ειδοποίηση. Δεύτερον, οι φωνούλες σας ακούγονται μέχρι το Τμήμα. Α, και το γεγονός ότι έχετε φάκελο στην αστυνομία μπορεί να βοήθησε. Είπε ειρωνικά ο αστυνομικός
          Φάκελο στην αστυνομία!  Ο Κωνσταντίνος αυτό δεν το ήξερε αν και δεν τον εξέπληττε στην παρούσα φάση. Οι σκέψεις έρχονταν και έφευγαν, έδιναν και έπαιρναν στο μυαλό του αστραπιαία. Ήταν σαν μπερδεμένα κομμάτια ενός παζλ. Και όταν τα έβαλε στη σωστή σειρά, είδε πως οι φίλοι του -πρώην φίλοι του- όχι μόνο ήταν ικανοί για πράγματα αρκετα σπουδαία ώστε να κάνουν φάκελο στην αστυνομία αλλά και για πολύ χειρότερα. Έχοντας καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, βγήκε από τον κόσμο των σκέψεων του και επανήλθε στην πραγματικότητα.
-Και τώρα κύριοι, τα χέρια σας πίσω απ’ τις πλάτες σας Ό,τι πείτε μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σας
          Προς έκπληξη όλων, οι δύο νέοι υπάκουσαν. Ο αστυνομικός με γρήγορες κινήσεις έβγαλε δύο ζευγάρια χειροπέδες από τη ζώνη του και τους τις πέρασε στους καρπούς. Μετά, τους οδήγησε στις πίσω θέσεις του περιπολικού.
-Σας περιμένω αύριο στο Τμήμα για κατάθεση. Είπε ο αστυνόμος στον Ανδρέα και τον Κωνσταντίνο. Μπήκε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Το περιπολικό άρχισε να κινείται και σε λίγα δευτερόλεπτα χάθηκε στην άκρη του δρόμου.
-Σ’ ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες, είπε ο Ανδρέας.
-Ανδρέα, σου φέρθηκα απαίσια. Με συγχωρείς; είπε ο Κωνσταντίνος.
-Υπόσχεσαι να μην φερθείς έτσι ποτέ ξανά; Ρώτησε ο Ανδρέας.
-Στο λόγο της τιμής μου. Είπε εκείνος.
-Συγχωρεμένος, τότε. Είπε ο Ανδρέας.